- ανασυνδέω
- συνδέω εκ νέου, ξανασυνδέω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + συνδέω. Η λ., στον λόγιο τ. μτχ. θηλ. παθ. αορ. β’, ἀνασυνδεθεῖσαι, μαρτυρείται στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανασυνδέω — εσα, έθηκα, εμένος, ξαναδένω (κυριολ. και μτφ.): Προσπάθησε να ανασυνδέσει τις ιδέες του, αλλά δεν το κατάφερε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επανασυνδέω — επανασύνδεσα και επανασυνέδεσα, επανασυνδέθηκα, επανασυνδεμένος, μτβ., κυριολ. και μτφ., δύο ή περισσότερα πράγματα ή πρόσωπα που αποχωρίστηκαν μεταξύ τους τα συνδέω πάλι, ανασυνδέω, ξαναδένω. Επανασύνδεσαν τις σχέσεις τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)